λυχνώδης

λυχνώδης
λυχν-ώδης, ες,
A like a lamp, opp. πυρώδης, Heph.Astr.1.23.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυχνώδης — λυχνώδης, ῶδες (Α) [λύχνος] αυτός που μοιάζει με λύχνο κατά το σχήμα …   Dictionary of Greek

  • λυχνώδους — λυχνώδης like a lamp masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”